Τρίτη 11 Ιανουαρίου 2022

Νινότσκα

Το βαγόνι του μετρό ήταν σχεδόν άδειο. Καναδυό νεαροί μπήκαν μονάχα -κατάξανθοι, αψηλοί, με τ'ακουστικά στ'αυτιά και την προσοχή τους αφιερωμένη στα κινητά τους τηλέφωνα. Θαυμάσια η τεχνολογία, δεν λέγω -κι εγώ την απολαμβάνω! Αλλά αντίς να κοιταζόμαστε πλέον στα μάτια, κοιταζόμαστε στα φέιζμπουκς και στα ίνστα. Έτσι είναι οι εποχές, αλλάζουν. Κι αποκτάς μια απόσταση από αυτές όσο μεγαλώνεις.

Βγήκα στη στάση Skogskyrkogarden, δίπλα ακριβώς στο ομώνυμο κοιμητήριο. Μπήκα από τη μεγάλη μνημειώδη πόρτα. Διάβασα στην πινακίδα ότι το μέρος έχει χαρακτηρισθεί μνημείο της UNESCO. 

Κοίταξα για κάναν χάρτη, αλλά εις μάτειν. Ήταν πρωί, οκτώ η ώρα. Κι είχα βρεθεί κατάμονος μέσα σε μία λευκή απλωσιά με δέντρα και ταφόπλακες. Απολαυστική η ησυχία, αλλά συνάμα κάπως τρομακτική. "Δεν θα την βρω με τίποτα, σ'αυτές τις αχανείς εκτάσεις!".

Ακολούθησα έναν ασφαλτοστρωμένο δρόμο, πέρασα δίπλα από μία εκκλησιά, μερικούς μαντρότοιχους και το αποτεφρωτήριο. 

Άρχισα να κοιτάζω τις ταφόπλακες. Ήταν δεκάδες. Εκατοντάδες. Xιλιάδες. Διάσπαρτες σε πλαγιές και ισώματα. Αραδιασμένες ανάμεσα σε ψηλόλιγνα πεύκα. Διάβαζα τυχαία ονόματα και ηλικίες.

Βαθιά μέσα στο πευκοδάσος, βρήκα το κέντρο υποδοχής των επισκεπτών. Το δρομάκι που οδηγούσε στην είσοδό του είχε παγώσει και κρυσταλλιάσει. Με κοφτά και φοβισμένα βήματα, ισορρόπησα απάνου στον πάγο, πιάστηκα και από ένα τοιχίο και προσέγγισα την πόρτα. Κρεμάστηκα από το πόμολο και δοκίμασα να την ανοίξω. Ήταν κλειδωμένη. Έκαμα βήματα προς τα πίσω κι αν δεν είχα πιαστεί τελευταία στιγμή από ένα δοκάρι, θα είχα φάει μία θεαματική τούμπα.

Κατάφερα με κόπο να φτάσω και πάλι στο δρομάκι και συνέχισα να ψάχνω. Για κάμποση ώρα. Αλλά ήταν σα να αναζητά κανείς ψύλλο στ'άχυρα. Σκέφθηκα πως θα ήταν φρονιμότερο να εγκαταλείψω την προσπάθεια και να επιστρέψω -αν και για να είμαι ειλικρινής είχα χάσει πια τον προσανατολισμό μου και δεν ήξευρα προς τα πού βρισκόταν η έξοδος.

Στάθηκα σε ένα σταυροδρόμι με κάποια απόγνωση. Είχα έρθει τόσο δρόμο να τη δω και δεν θα τα κατάφερνα! Από μακριά είδα να πλησιάζουν προς το μέρος μου δύο περιπατητές. Ένα ζευγάρι Σουηδών. 

Εκείνος ασπρομάλλης, γύρω στα εξηνταπέντε, με ένα αρκετά μοντέρνο και ακριβό μπουφάν, από εκείνα τα αντιανεμικά. Εκείνη, καλοβαλμένη, με χοντρό σκούφο, μωβ μάλλινα γάντια και μπαστούνια του σκι για να τη βοηθούν να περπατάει. Κούτσαινε αρκετά -φαντάζομαι ότι στον κρύο και υγρό αυτό καιρό με τον αέρα της Βαλτικής να σαρώνει τ' αρχιπέλαγος, τα ρευματικά και οι παθήσεις των οστών σε θερίζουνε από μία ηλικία κι ύστερα.

Αποφάσισα να τους σταματήσω μήπως μπορούσαν να με βοηθήσουν. "Γκουντ μόρνινγκ!" είπα χαμογελώντας. "Γκουντ μόρνινγκ!", μου ανταπέδωσαν κάπως ξαφνιασμένα. Τους εξήγησα τι ακριβώς γύρευα και τους ρώτηξα μήπως τυχόν ήξευραν προς τα που να ψάξω. Κοιτάχτηκαν σκεπτικοί, κοίταξαν και τριγύρω, αντάλλαξαν γνώμες και μετά από τις μεταξύ τους διαβουλεύσεις στα σουηδικά, εντέλει εκείνος αποφάνθηκε: "Άι θινκ άι νόου! Ιτς δις γουέι"! Κι άρχισαν να περπατούν, γνέφοντάς μου να τους ακολουθήσω. 

Προσπάθησα να τους αποτρέψω! Ας μου έλεγαν μία κατεύθυνση και θα συνέχιζα να ψάχνω μόνος μου. Δεν ήθελα μη-χειρότερα να τους βγάλω από το δρόμο τους ή να τους αποσπάσω από τον περίπατό τους! Η κυρία μού χαμογέλασε, καθησυχάζοντάς με "Ιτς οκέι! Γουι γουιλ φάιντ ιτ τουγκέδερ!"

Ανεβοκατεβήκαμε μερικούς λόφους, τα πόδια μας βυθίζονταν μέσα στο παχύ χιόνι. Μήτε ήξευρα τι πάταγα -βράχια; βλάστηση; τάφους;- πολλές φορές αισθανόμουν ότι δεν έχει τίποτα από κάτου, μόνο χιόνι. Πολλά βήματα μπροστά εκείνος -με μεγάλες και σίγουρες δρασκελιές σκαρφάλωνε σε έναν λόφο, κοιτούσε τις ταφόπλακες και ύστερα κατηφόριζε για να ανέβει στον επόμενο. Και στον επόμενο. Εγώ με την κυρία αρκετά πιο πίσω. Για την ακρίβεια, εκείνη μπροστά μου κι εγώ ξοπίσω να πασχίζω με κόπο να την ακολουθήσω. Δεν έχω ξαναδεί άνθρωπο με πρόβλημα στο πόδι να βαδίζει τόσο γρήγορα και μάλιστα στο χιόνι. Εμ, πώς να το κάμουμε; -συνηθισμένοι εκείνοι σε ετούτες τις συνθήκες, άμαθος εγώ.

"Γουέρ αρ γιου φρομ;" με ρώτηξε η κυρία, καθώς σκαρφαλώναμε βυθισμένοι μέσα στο λευκό. "Γκρις" της απάντησα. "Όου, νάις γουέδερ!" μου είπε και αμέσως άρχισε να μου αραδιάζει ελληνικά νησιά που είχε επισκεφθεί. "Νάις γουέδερ, μπαντ ικόνομι" της είπα και συνέχισα "δε όποζιτ οφ Σουίντεν!". Έβαλε τα γέλια! 

Ακούσαμε εκείνον να μας φωνάζει. "Απίστευτο, τη βρήκε!" Με γρήγορες δρασκελιές, κατευθύνθηκα προς την κορυφή του μικρού λόφου που μου επιδείκνυε. Διασταυρωθήκαμε καθώς εκείνος κατηφόριζε φορτσάτος! "Ιτς όβερ δέαρ, σερ!" μου είπε χαρούμενος! Τον ευχαρίστησα, κι αυτόν και τη γυναίκα του, χαιρετηθήκαμε και συνέχισα μόνος μου προσεγγίζοντας την ταφόπλακα.

Μία απλή μπορντό ταφόπλακα.

Γκρέτα Γκάρμπο. Τίποτε άλλο. Ήταν εντυπωσιακό πως παρά το απίθανο χιόνι και το πρωινό της ώρας, κάποιος είχε έλθει πριν από εμένα και άφησε αναμμένο ένα κεράκι.

Προσπάθησα να θυμηθώ σκηνές από τις ταινίες της -πάνε χρόνια που τις είδα: Άννα Καρένινα, Η Κυρία με τις Καμέλιες, Άννα Κρίστι και Νινότσκα. Δεν γύρισε άλλωστε και πολλές. Το 1941 και σε ηλικία 35 ετών, αποφάσισε να αποσυρθεί. Λίγα χρόνια αργότερα αγόρασε ένα μεγάλο σπίτι στο Μανχάταν, όπου έζησε απομονωμένη μέχρι το τέλος της ζωής της το 1990, μακριά από τα φώτα της δημοσιότητας. Οι στάχτες της μετά από πολύχρονη δικαστική διαμάχη, έφθασαν εντέλει εδώ στη Στοκχόλμη, την ιδιαίτερη πατρίδα της, το 1999.

Κοίταξα για μία τελευταία φορά το όνομά της, που ήταν χαραγμένο με απλά, ολίγον καλλιγραφικά γράμματα. Θυμήθηκα μία από τις πιο γνωστές της ατάκες. Από το Γκραντ Οτέλ. "Άι γουόντ του μπι αλόουν".

"Ας σεβαστώ κι εγώ την επιθυμία της" σκέφτηκα. Αρκετά την είχα ενοχλήσει. Όσο μπορούσα πιο αθόρυβα απομακρύνθηκα και άρχισα να κατηφορίζω το λόφο. Άρχισε να χιονίζει και πάλι δυνατά. Οι παχιές νιφάδες έσβησαν σύντομα τα βήματά μου. Σαν να μην τα περπάτησα ποτέ.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου