Τετάρτη 27 Απριλίου 2022

Τ'αρχοντικό του Νεράντζη Αϊβάζη


Όταν έφθασε ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή στα μέρη μας τον 17ο αιώνα, εμαγεύτηκε από την πόλη μας κι εντυπωσιάστηκε από τους ανθρώπους της.

Διότι στ'αλήθεια αυτό π'αντίκρυσε έμοιαζε με υπερπαραγωγή: οι πλούσιοι έμποροι έχουνε εδώθε σιάξει και διαμένουν σε εύμορφα σαράγια. Που διαθέτουν διακοσμήσεις πλούσιες και οντάδες και σαχνισιά και ειδικά παραπήγματα κατά τη μεριά της λίμνης για να προφυλάσσουν τα πλοία που αγκυροδένουνε.

Κι έτσι περίπου είναι στημένος ολάκερος ο ελληνικός μαχαλάς, εδώ στο ξακουστό μας Ντολτσό. Που τίποτις δεν έχει να ζηλέψει από της συνοικίες με τα γιαλιά της Πόλης ή τα μέγαρα της Φιλιππούπολης και της Σμύρνης.

Ασήμωσε, μην ντρέπεσαι. Μουσαφίρης εσύ; Ε όχι, δα! Σύ δικός μας άνθρωπος είσαι! Έλα να σε ξεναγήσω, να σου προσφέρω το κατιτίς, να σε καλοφιλέψω.

Να σε βγάλουμε ωραίο κυδώνι πελτέ που έσιαξε προχθές η κυρά; Έχομεν και νόστιμο χαλβά σιμιγδαλένιο, μέρες πούναι! Κι αν περιμένεις λίγη ώρα, θα βγει μπρε και η κολοκυθόπιτα. Θα την επασπαλίσομεν με ζάχαρη άχνη και κανέλα να σου την ετρατάρομεν ζεστή-ζεστή.

Αν ερχόσουν ενωρίτερα θα σε καθίζαμε και στο τραπέζι. Να δοκιμάσεις τους σαρμάδες μας, μπουκιά και σχώριο. Με λάχανο από τον μπαχτσέ μας! Δεν με το είπες έγκαιρα μπρε ζεβζέκη πως θάρθεις!

Α, όλα κι όλα, στο δοξάτο θα σε καθίσω. Να με πεις τα νέα σου, να σε πω τα δικά μου, όρεξη αν έχεις για κουβεντολόι.

Μα πρώτ'αν θες έλα να ιδείς και τα λοιπά τα δώματα, μην πεις πως δεν σ'ανοίξαμε τάχα το σπιτικό μας και μας θαρήσσεις για τίποτις ακατάδεχτους. Κάτου στο υπόγειο, έχομεν το κελάρι των τροφίμων και τα βαένια με το κρασί μας. Όλοι οι νοικοκυραίοι φυλάττουμε με επιμέλεια το μέλι μας, τα ξηροκάρπια και τα τουρσιά μας. Και το λάδι, βέβαια. Το τυρί και το βούτυρο. Παραδίπλα είναι το ζυμωτάρι με τις λεκάνες για το ζύμωμα του ψωμιού της εβδομάδας και το κατώι, που φυλάμε τα ξύλα και τα προσανάματα. Δίχως ετούτα, δεν τον εβγάζεις τον χειμώνα στα μέρη μας και σαν μπει Νοέμβρης, άι βάι βάι! Μην τα κοιτάς τα μερομήνια: η πρόβλεψη είναι σταθερά αναποδοψυχρόκαιρος.

Στο μεσοπάτωμα έχομεν το εργαστήρι της γούνας. Μεγάλη παράδοση έχει ο τόπος στην τέχνη της, άφταστοι είναι οι μαϊστόροι στο Ντολτσό.

Καθ'όπως ελέγαν οι παλιότεροι, απ΄τα Βυζαντινά τα χρόνια μάθαμε να ράβουμε τις γούνες. Αρχικώς τις εσιάχναμε για τους αυτοκρατόρους και για τους πλούσιους Κωνσταντινοπολίτες. Κι ύστερα αρχίνησε εμπόριο με τη Ρωσία και τους Φραγκολεβαντίνους. Στην Μολδοβλαχία και στην Αυστροουγγαρία, μέχρις και τις Κάτω Χώρες. Σε οικοτεχνίες γινόταν η δουλειά από τους μαϊστόρους. Διαλογή δερμάτων και επεξεργασία των χορδάδων, καμπαντοσύνη, σταμάτωμα, κόψιμο και ράψιμο. Α, θέλει η γούνα τη ρέγουλά της. Κι όποιον εθές πιάσε και ρώτα-τον να σε το πει: πως όλη την Καστοριά μας, τάισε η γούνα. Κι ακόμα, την εταϊζει.

Σαν έφτασαν μάλιστα οι πρώτες ραπτομηχανές στην πόλη μας, θάματα κάμαμε και κερδίσαμε σβελτάδα. Εδώ να ξεύρεις, όλα καμώνονται με τέχνη. Από τους σαρμάδες και το γριβάδι στον ταβά μέχρις τις γούνες, τ'εργόχειρα και τα μικρά τα σεμεδάκια. Την τέχνη της λεπτομέρειας και του νοιαξίματος εξασκούμε. Την τέχνη τ'ανθρώπου του προκομμένου. Που νοιάζεται για το παραμικρό, εκτιμάει την ψίχα και σ'όλα βάνει αξία.

Στα ρούχα του, στα προικιά του, στους τοίχους και σε τις οροφές του. Να σαν ετούτη που΄ναι ζωγραφισμένη περιτέχνως και στο κοίλο γείσο από κάτου της έχει όμορφα κτήρια σε βλαστερό τοπίο.

Ή σαν δαύτα τα σανιδώματα. Πούχουνε ρόδακες χαριτωμένους και φύλλα και λελούδια.

Ευτύχημα δεν είναι να μένεις σε τέτοιο μέρος παστρικό με χρώματα π'ευφραίνουν την καρδούλα σου; Ευτύχημα είναι θαρρώ να την κεντάς τη ζωή μ'όσες περσσότερες ομορφιές μπορείς να της χωρέσεις. Στα στριφώματα και στα φοδραρίσματά της.

Κι αν τυχόν βλέπεις κάποια σημεία τ'αρχοντικού λευκά, καθόλου μην το υποθέτεις πως έτσι άδεια ήσαν στα πρώτα τους. Οι τοίχοι, οι κόχες, τα ταβάνια, όλα ήσαν κάποτες φιλοτεχνημένα. Τώρα το γιατί πιάσαμε και τ'ασβεστώσαμε, είναι μεγάλη ιστορία. Ανωτέρα βία, πώς το λένε; Εντολή γιατρού! Για να προλάβουμε το χτικιό, μας έβαλαν και τα περάσαμε όλα καναδυό χέρια ασβέστωμα, ν'απαλλαούμ'από το βάκιλο. Ιησούς Χριστός νικά κι όλα τα κακά σκορπά! Μην σε τύχουν τέτοιες πανδημίες, σε εύχομαι.

Έτσι ξασπρίσαμε το καλό καθημερινό, όπου κοιμούνται τ'αγόρια μας. Και την κρεβατοκάμαρα του ζεύγους. Πούχει δικό της τζάκι κι είναι ίσως το πιο ζεστό από τα δώματα.

Και το δωμάτιο υποδοχής, όπου διαμένουν οι γυναίκες και να βγουν όξω δεν τους επιτρέπεται. Σαν φθάνει το κορίτσι σε ηλικία γάμου -σαν τη Θεοδότα μας, καλή της ώρα- εδώ εφέρνουν το γαμπρό. Καθόμαστε όλο το συγγενολόι τριγύρω και κανονίζουμε τα του προξενιού. Απ'ένα παραθυράκι στον τοίχο, βιγκλίζει το κορίτσι την όλη διαδικασία κι από μια τρύπα, στήνει μάτι και η μάνα της -γίνεται βρε ζεβζέκη παντρολόγημα χωρίς νάχει λόγο η μάνα; Σαν εγκρίνουν τον γαμπρό, του επροσφέρουν καϊφέ γλυκό σαν πετιμέζι. Αν δεν τους αρέζει ο υποψήφιος, τότες πικρό καϊφέ σαν το φαρμάκι.

Έπρεπε να'σουν σε έναν κιοσέ να την έβλεπες τη διαδικασία: όταν τον είδε απ'το παραθυράκι η Θεοδότα μας τον Δημήτρη Αϊβάζη, πετάρισαν τα μέσα της -αλήθεια σε το λέω. Κι αν δεν την εσταμάταγε η μάνα της, όλο το δοχείο με τη ζάχαρη θα 'χυνε μέσα στο μπρίκι του καϊφέ. Σα να πέρασε μπροστά απ'τα μάτια της μία ζωή με ευτυχίες και χαρούμενες φωνές παιδιών και γλέντια μ'όλη τη φαμίλια και κουρνιάσματα. Διότι να ξεύρεις, το πιο ζηλευτό εργόχειρο είναι εκείνο που υφαίνουν δυο άνθρωποι μονοιασμένοι στο τελάρο της κοινής τους της ζωής.

Κι εδώ στην Καστοριά, τάχουμε μάθει και τα γνωρίζουμε τα θέματα της καρδιάς. Ίσως από ένστικτο, ίσως από σοφία. Ίσως γιατί οι χειμώνες μας ήσαν πάντα δύσκολοι και τόχουμε πια καταλάβει πως το μαζί είναι πιο συνετό από το χώρια. Θα γελάσεις, αλλά ίσως να μας τα δίδαξαν και οι κάστορες της λίμνης μας. Που μια ζωή ολάκερη περνούν ζευγαρωμένοι. Και τις πλημμύρες τους και τις ξηρασιές τους, όλες μαζί τις κουμαντάρουνε.   

Σε ζάλισα όμως κι ακόμα κέρασμα δεν επήρες. Νάσου που φθάσαμε και στο δοξάτο με το κιόσκι του, στο απάνου πάτωμα. Εδώ κανονικά δεξιωνόμαστε τους αφεντάδες και τους τοπικούς αρχόντους, εδώ κάμουμε τους γάμους μας και τα βαφτίσια. Εδώ χαρήκαμε το γάμο της Θεοδότας μας με τον Δημήτρη που τον εβάλαμε σώγαμπρο στ'αρχοντικό ετούτο. Που για χρόνια πολλά ανήκε στην οικογένεια των Χοντρογιάννηδων, μα πέρασε εντέλει με το γάμο στους Αϊβαζίδες κι έφθασε κληροδότημα στο γιόκα τού Δημήτρη και της Θεοδότας, τον Νεράντζη, καλή του ώρα κι αυτουνού.

Κύκλους εκάμουν οι ζωές, κύκλους εκάμουν και τα σπίτια. Γεννιούνται, ξανοίγονται, μοιράζονται, μαράζουν. Τί τα θες, έτσι τα φέρνει ο χρόνος, κόντρα να πας δεν γίνεται. Το μόνο που μπορείς είναι να ντύσεις τους τοίχους σου με σχέδια. Χρωματιστά λελούδια, φύλλα, περικοκλάδες. Να σιάξεις καναπέδες αναπαυτικούς, ν'ανοίξεις όσα παράθυρα εμπορέσεις στο δοξάτο σου, νάχεις κυδώνι γλυκό για κέρασμα και κρασί στα βαένια σου. Και προσανάματα νάχεις φροντίσει να φυλάξεις στα κατώγια σου. Κι αν είσαι τυχερός -ω ναι, αν είσαι καμπόσο τυχερός- τότες μπορεί κι εσύ να πιεις καϊφέ γλυκό και να ησυχάσεις.

Επιμύθιο: Στηριζόμενη στις μύτες των ποδιών της και με μικρές επιδέξιες κινήσεις, η Θεοδότα άνοιξε το μικρό παραθυράκι. Κράτησε την αναπνοή της και αλάφρυνε τα πόδια της μην τυχόν και τρίξουν οι σανίδες του πατώματος. Το αθόρυβο βλέμμα της τρύπωσε και άρχισε να περιπλανιέται για λίγο στο δωμάτιο. Ώσπου κρεμάστηκε πάνω του. Μπλέχτηκε στα μαλλιά του, κατηφόρησε τα μάγουλά του, αγκάλιασε τα χέρια του, ψιλάφισε τις εκφράσεις του. Και μέσα σε μία στιγμή, άλλαξε η όψη της. Σαν να βρήκε το Αν της, τα γράμματα που του έλειπαν και να'γινε Αντάμα. Σαν να τον είχε αγαπήσει πριν τον εγνωρίσει. Από πάντα. Και το πάντα, απέραντο Αν κρύβει μέσα του. 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου