Αλλιώς την αντιλαμβάνεσαι τη γεωγραφία όταν την περιπατείς κι αλλιώς όταν είσαι καβάλα στ'άτι σου ή στην γκαμήλα. Έχει να κάμει με τον κόπο που καταβάλεις για να φθάσεις από το ένα σημείο στ'άλλο. Και με τη ζωή που δαπανάς στη διαδρομή σου. Ξεύρεις, υπάρχουν τόποι που παραμένουν απέραντοι όπως και να τους αντιμετωπίσεις. Σαν αυτούς που διαβαίνεις για να φθάσεις από τα μέρη π' ανατέλλει ο ήλιος στα μέρη που εγκοιμίζεται. Στην πιο εργώδη διαδρομή του κόσμου ετούτου.
Είναι δύσκολη η ζωή ημών των πραματευτάδων. Ακόμα κι αν δεν γνωρίζεις να μετράς, εδώ αναγκάζεσαι να μάθεις. Για να υπολογίζεις τα μερόνυχτα και τις αποστάσεις. Από τις κινέζικες ανατολικές επαρχίες ίσαμε τη χώρα των Σκυθών, τις στέπες των Μογγόλων και την λαμπρή Σαμαρκάνδη. Από τη γη των Πάρθων και των Σασσανιδών στη Βακτρία ως τις εύφορες κοιλάδες της Μεσοποταμίας. Και βέβαια, από τα Σούσα της Περσίας ίσαμε τις Σάρδεις, διασχίζοντας τον αρχαίο εκείνο δρόμο των δυόμιση χιλιάδων χιλιομέτρων που λέγεται πως χάραξε πρώτος ο βασιλιάς Δαρείος. Και που σου παίρνει ενενήντα μέρες για να τον φθάσεις από τη μιαν άκρη στην άλλην.
Είναι δύσκολη η ζωή ημών των πραματευτάδων. Σαν ξεκινήσεις με το καραβάνι, μήτε που ξεύρεις πότε και αν θα ξαναδείς πατρίδα κι οικογένεια. Όλη η ζωή σου, μια διαδρομή γίνεται. Ουχί μεταφορικά, αλλά απολύτως κυριολεκτικά. Αποκτούν οι τόποι, μία προσωρινότητα. Επισκέψεις γίνονται και όχι μόνιμες εγκαταστάσεις. Οάσεις, έρημοι, στέπες, κοιλάδες, δάση, βουνά. Έχεις την αίσθηση πως αλλάζουν τα τοπία, μα απ'ένα σημείο και μετά συνειδητοποιείς πως κι εσύ ο ίδιος αλλάζεις μαζί τους.
Είναι δύσκολη η ζωή ημών των πραματευτάδων. Κι ας λένε πως ο δρόμος ετούτος, ο πανάρχαιος εμπορικός δρόμος που ενώνει κόσμους αλλιώτικους κι ανθρώπους ξένους μεταξύ τους, είναι τάχα-μου ασφαλής. Σαν είσαι απάνου στη γκαμήλα και βαδίζεις αποστάσεις, σ΄όλα είσαι εκτεθειμένος. Στους καιρούς, στις επιθέσεις, στις σκέψεις και στους φόβους σου.
Κατά μήκος αυτής της μακράς διαδρομής, που όσο θυμάται ο άνθρωπος τον εαυτό του, μεταφέρονται προϊόντα και γίνεται εμπόριο, υπάρχουν κάμποσα χάνια. Σταθμοί ανεφοδιασμού και ευκαιρίες για ξεκούραση. Μαθαίνεις να ορίζεις την καθημερινότητά σου από το ένα χάνι στο επόμενο. Θα μου βγει ο δρόμος; Θα μου φτάσει το φαγί; Θα προλάβω τον καιρό; Από το ένα χάνι στο επόμενο. Καθένα τους μοιάζει με κατόρθωμα.
Σαν φθάσεις δε σε ετούτο, νιώθεις πια πως σχεδόν τον εκατέκτησες το στόχο σου. Εδώ, ανάμεσα στο Ικόνιο και το Ακσαράι, λίγο μετά τις στέπες της νότιας Καππαδοκίας και τις ερήμους της Ανατολίας, υψώνεται μπροστά σου ένα από τα πιο περίφημα καραβάν σαράι. Το Σουλτάν Χανί. Που χτίστηκε από τον Σελτζούκο Σουλτάνο Καϊκιουμπάντ τον Πρώτο, γύρω στα 1229 μ.Χ.
Επειδής σε βλέπω αμάθητο, έλα να σου δείξω τα κατατόπια. Ετούτη δω είναι η μία και μόνη μαρμάρινη είσοδος, ίσαμε οχτώ ανθρώπους αψηλή. Το άνοιγμα της πόρτας είναι υπολογισμένο να χωράει φορτωμένη γκαμήλα.
Η αψίδα πάνου από την πύλη είναι διακοσμημένη με κυψελωτά σκαλίσματα που τα λέμε "μουκαρνάς" και σίγουρα τάχεις ξανανταμώσει στην τέχνη των Αράβων.
Ένα υπέροχο ορθογώνιο με γεωμετρικά σχήματα πλαισιώνει την αψίδα και της δίνει περσσότερη μεγαλοπρέπεια. Βάλε με το μυαλό σου το θαυμασμό π'αισθάνεσαι όταν την αντικρίζεις μετά από τόσες μέρες στους τραχείς τόπους της Ανατολίας. Αλλά και την ανακούφιση σαν φθάνει το καραβάνι σου και εισέρχεσαι στα ενδότερα.
Σαν όλα τα καραβάν σαράι, έτσι και τούτο, διαθέτει μια μεγάλη εσωτερική αυλή. Που γύρω της, απλώνονται τα δωμάτια και οι αίθουσες. Κάποια, για την προσωρινή αποθήκευση των προϊόντων που μεταφέρει το καραβάνι. Άλλα, για την φιλοξενία των ζώων και των ανθρώπων.
Στο κέντρο της αυλής, υψώνεται ένα κιοσκ μεσκιντί, ένα μικρό πέτρινο τζαμί δηλαδή για τις προσευχές και τις απλές τελετουργίες.
Ετούτο μάλιστα είναι τ'αρχαιότερο κιοσκ μεσκιντί σ'ολάκερη την Ανατολία. Μια απότομη και στενή σκάλα οδηγεί στην κορυφή του.
Από εκεί έχεις θέα σ'ολάκερη την αυλή του Σουλτάν Χανί. Μην την εβλέπεις τώρα άδεια, φαντάσου την γιομάτη. Με κόσμο από μέρη ακατάσχετα, με ζώα, με κάρα, με λογής λογής καλούδια. Μπαχάρια και υφάσματα από τη Βακτρία και την Κίνα, χαλιά απ'την Περσία, σιτάρι κι όσπρια από τη Μεσοποταμία. Αν συμπέσουν παραπάνω από δυοτρία καραβάνια, στριμωχτά καταλήγουμε, ο ένας απάνου στον άλλον.
Εξού και κάποτες υπήρχαν στημμένα εδώ ξύλινα ανώγια, ώστε να κοιμίζονται περισσότεροι άνθρωποι.
Δεν ξεύρω πόσο καλομαθημένος είσαι σε πολυτέλειες της Πόλης ή της Εσπερίας, αλλά εδώ μην περιμένεις αρχοντικές περιποιήσεις. Οι συνθήκες είναι υποτυπώδεις. Ένα δωμάτιο σχεδόν άδειο και σκοτεινό, να στρώσεις κάτου να κοιμηθείς -ξένοιαστος από θηρία, βροχές και λησταρχέους.
Μ'εξασφαλισμένο το νερό να ποτιστείς. Κι εσύ και τα ζα σου. Μπορείς να καθαριστείς κι ο ίδιος, αν τυχόν έχεις τέτοιες συνήθειες παστρικιές.
Να ταϊστείς, θα βρεις στα σίγουρα στα κάποια μαγαζιά πούχουν στημένα εντός του χώρου, οι ντόπιοι. Ενίοτε, μπορεί να κάμεις κι αγοραπωλησίες. Να προσθέσεις στην πραμάτεια που μεταφέρεις ή να απαλλαγείς από ένα μέρος της, αν το τίμημα είναι ελκυστικό.
Αλλά και φόρους, θα πρέπει να πληρώσεις. Δίχως φόρους, γίνεται καημένε; Πώς θα ζήσουν ντε οι αφεντάδες κάθε τόπου; Σε όλα τα καραβανσαράι, υπάρχουνε φρουροί. Που σου εγγυούνται την ασφαλή διανυκτέρευση, αλλά με τ'αζημίωτο. Έτσι κινείται ετούτος ο κόσμος από αρχαιοτάτων, φίλε μου. Με ένα δούναι και λαβείν.
Έλα να σε πάω στα τρίσβαθα του Σουλτάν Χανί, για νάχεις πλήρη εικόνα.
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, όλο το νταβατούρι γίνεται στην αυλή. Το χειμώνα όμως που το κρύο θερίζει στους τόπους αυτούς, η κίνηση όλη μεταφέρεται στη μεγάλη στεγασμένη αίθουσα.
Μετρημένο είναι το φως που μπαίνει από τα λιγοστά παράθυρα και τ'ανοίγματα του κεντρικού θόλου.
Κάθε σου βήμα και κάθε ήχος, ακολουθούνται απ' την ηχώ τους. Και κάθε σκιά, κάθε πετάρισμα των κάμποσων πουλιών που έχουνε στήσει τις φωλιές τους στις εσοχές των αψίδων, αποκτά υπόσταση αλλιώτικη μέσα στο σκοτάδι. Σα να βρίσκεσαι σε έναν κόσμο μεταφυσικό.
Αλλά στον ίδιο κόσμο βρίσκεσαι πάντα, να θυμάσαι. Στον κόσμο τον δικό σου.
Ξεύρεις κάτι; Αλήθεια θα στο πω πως σε συμπάθησα! Καλός είσαι και του λόγου σου, μα λίγο μπόσικος. Από δόντια πας καλά, το είδα. Τίμιος φαίνεσαι, βασταζερός δεν ξεύρω. Δύο ασημένια νομίσματα δίνω, αν θες νάρθεις στη δούλεψή μου. Δοκιμαστικά και ως την Ισταμπούλ.
Θα μείνουμε εκεί καμιά βδομάδα, στα χάνια πίσω από το Καπαλί Τσαρσί, κάτω από το Σουλεϊμανιγιέ. Μπορεί και δυο βδομάδες, ανάλογα πόσο θα πάρει να ξεπουλήσουμε.
Κι ύστερα; Ύστερα θα πάρουμε το δρόμο πίσω. Τα βουνά, τα δάση, τις κοιλάδες, τις στέπες, τις ερήμους, τις οάσεις. Θα ξηλώσουμε πάλι το εργόχειρο που πλέξαμε για να έρθουμε.
Στο επανέλαβα κάμποσες φορές, νομίζω. Πως είναι δύσκολη η ζωή ημών των πραματευτάδων.
Αλλά αν το λέει η καρδούλα σου, αν δεν φοβάσαι να γνωρίσεις τόπους και ανθρώπους, αν δεν θαρρείς για πατρίδα σου κάποια γεωγραφία αλλά την έννοια, τότες μπορεί αυτές οι διαδρομές να σ'ανταμείψουν. Να καταλάβεις πως η πιο μόνιμη συνθήκη είναι η αλλαγή. Και να συμφιλιωθείς μαζί της. Ακόμα κι αν λεφτά πολλά δεν επιτύχεις να μαζέψεις, πιο πλούσιος θα είσαι.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου