Δευτέρα 28 Αυγούστου 2023

Κιρκάς, άιντε


Λέγεται πως από τα ρωμαϊκά τα χρόνια, σαν κινούσες να ταξιδέψεις χερσαίως από τις ακτές της Ηπείρου μέχρι την Κωνσταντινούπολη, συναντούσες στη διαδρομή σου σαρανταπέντε χάνια, να μπεις, να ξαποστάσεις -με το καθένα να βρίσκεται περίπου σε απόσταση μιας μέρας από το ύστερό του. 


Όταν πια κοντοζύγωνες τον ποταμό Έβρο, έφθανες στο σαρακοστό: "κίρκ χαν" στα τούρκικα, όπου "κιρκ" ο αριθμός σαράντα. Το χάνι αυτό βρισκόταν στη θέση που σήμερα στέκει ένα χωριό της Θράκης. Μικρό είναι, ελάχιστο -μην φανταστείς πολλές αράδες. Καναδυό ντουζίνες σπίτια και μια φούχτα άνθρωποι που κατοικούνε κάποια εξ αυτών. Τ'όνομά του είναι "Κιρκάς" -ή "Κίρκη", σε μια πιο εξωραϊσμένη εκδοχή που παραπέμπει στην πλανεύτρα μάγισσα τΌδυσσέα, κι ας είμαστε στ΄αλήθεια στη χώρα των Κικόνων. 


Το χωριό βρίσκεται στη μέση ενός πυκνού δάσους. Που αν ξεκινήσεις από την Αλεξανδρούπολη και χωθείς μέσα στα δέντρα του, τρομάζεις με τη θωριά τους και σκιάζεσαι με την ησυχία τους.

 

Όταν ήμουνα παιδί, θαρρούσα πως στο δάσος αυτό κατοικούνε μυστήρια πλάσματα και αλλόκοτα δαιμόνια. Που καιροφυλακτούσαν πίσω από τους θάμνους, παραμονεύοντας τους περαστικούς. Στα σφιχτοπλεγμένα φυλλώματα και τις σκοτεινιές ανάμεσα στα δέντρα, έκρυβα τους εφιάλτες που έσιαχνα με τη φαντασία μου.


Όσο μεγάλωνα, το δάσος άλλαζε. Το κατοίκησα πλέον στη σκέψη μου με καλότυχα ξωτικά, θυμόσοφα πνεύματα και πονετικές νεράιδες. Δεν ήταν πια περιπέτεια ο διάβας του, μα απόλαυση. Έγινε η διαδρομή ένα τραγούδι με στίχους του, τα καταπράσινα κλωνάρια και μουσική του, τα γαϊτάνια των πουλιών.


Κι όταν εντέλει μέριαζε η βλάστηση, βρισκόμουν σε ένα μέρος δικό μου. Σε μια πατρίδα μυστική και κρυμμένη μου. Σε μιαν άκρη ανέλπιστη της ακριβής μου ασημαντότητας. 


Βλέπεις, εδώ στον Κιρκά, γεννήθηκε η γιαγιά μου. Σε μια οικογένεια πελεκημένη με τις φτώχειες και τις δυσκολίες που έδερναν τους τόπους ετούτους σε καιρούς που αλλάζανε τριγύρω τους τα σύνορα.


Ένδεκα παιδιά είχανε σκαρώσει οι προπαππούδες μου -τον Πέτρο, την Αναστασία, το Γιώργο, τη Ραλλού, τον Νίκο, τη γιαγιά μου την Ελένη, τη Ροδόπη, τον Κύρο, τη Μάρθα, τον Λεωνίδα και το Ολγάκι- γύρευε με το μυαλό σου πόσα δευτεροξάδελφα και τριτοξάδελφα έχω από κείνη την πλευρά της οικογένειας. 


Μπορεί ποτέ να μην θυμάμαι τη γιαγιά μου στον Κιρκά -τη γνώρισα να μένει στην Αλεξανδρούπολη και λιγοστές παραμένουν γενικά οι θύμησές της στη μνήμη μου- μα ξεύρω πως πάντοτε είχε ως αφετηρία της κείνο το μικρό χωριό, το άγνωστο και τ' άβγαλτο. Που εξ ορισμού μου κληροδότησε κι εμένα ως αναφορά. 


Ξεύρεις, όσο τολμηρά κι αν απλώνεις το δίχτυ σου, όσο φιλόδοξα κι αν σκαρώνεις τον εαυτό σου, όσο αλάργα κι αν ορίζεις τη διαδρομή σου, από κάπουθε ξεκίνησες, καημένε μου -καλό είναι να την πονάς την αρχή σου. Να την αγαπάς, να τη νοιάζεσαι, να τη συγχωρείς κιόλας, να την καταλαβαίνεις.


Αν έπρεπε λοιπόν να μετρήσω τις αρχές μου, μια τους θα ήταν τούτος ο σιδηροδρομικός σταθμός. Που ανακοινώνει με μεγάλα και γιομάτα γράμματα, τ΄όνομα "Κίρκη". Κι ας έχει σιγήσει εδώ και πολλά χρόνια απ'αμαξοστοιχίες (καθώς εξυπηρετούσε κυρίως τα κοντινά μεταλλεία που'χουν πλέον αφεθεί), από τον σταθμό αυτόν ξεκινάει η γραμμή μου. 


Πριν περιπλανηθεί σε μέρη και σ'ανθρώπους. Στα ευχάριστα και στα λυπητερά. 


Μεγάλωσα πια. Το ξεφοβήθηκα το δάσος, το απομάγευσα. Και το αγάπησα με πιο ουσιαστικό τρόπο. Ως μέρος δικό μου, ως συναίσθημα τρυφερό μου κι ως νόημα λυτρωτικό μου.


Και τώρα, το θρηνώ. Όπως και τον Κιρκά, που χάθηκε μαζί του. Μέσα στις στάχτες. Ως αποκύημα σιωπηλό μου κι ως μερτικό σπαραχτικό μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου