Στο απόγειο της ισχύος της, τον 18ο και 19ο αιώνα, η Βρετανική Αυτοκρατορία επέβαλε τη θέλησή της με εκφοβισμό και στρατιωτική βία. Με τους ανεκδιήγητους Πολέμους του Οπίου, η Βρετανία προκειμένου να διατηρήσει το εμπορικό της πλεόνασμα, εξανάγκασε την Κίνα να δεχθεί το εμπόριο ναρκωτικών, παρά τις ολέθριες κοινωνικές συνέπειες, ενώ δεν δίστασε -παρέα με την Γαλλία- να καταλάβει το Πεκίνο. Στην Αφρική, ο αποικισμός έγινε με όρους απόλυτης αυθαιρεσίας – ενδεικτικό το τελεσίγραφο του Sir Henry Bartle Frere, Βρετανού Ύπατου Αρμοστή της Νότιας Αφρικής προς το βασίλειο των Ζουλού, το οποίο αξίωνε την άμεση υπαγωγή τους στον έλεγχο των Βρετανών με όρους που καθιστούσαν τη συμμόρφωσή τους αδύνατη και τους οδηγούσε αναγκαστικά σε πόλεμο. Στην Αίγυπτο, η Βρετανία δεν δίστασε να βομβαρδίσει την Αλεξάνδρεια το 1882, χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα την καταστολή μιας εξέγερσης, για να θέσει υπό τον έλεγχό της τη χώρα και, κατ’ επέκταση, τη διώρυγα του Σουέζ. Ομοίως, στην Μπούρμα, η Βρετανία χρησιμοποίησε έναν κατασκευασμένο διπλωματικό καβγά ως αφορμή για να την προσαρτήσει και να ελέγξει τον ινδοκινεζικό εμπορικό δρόμο, αποκτώντας παράλληλα τους πολύτιμους φυσικούς πόρους της. Η διεθνής τάξη της εποχής ήταν απλώς το πεδίο στο οποίο οι ισχυροί έπρατταν ό,τι ήθελαν, χωρίς την ανάγκη δικαιολόγησης.
Στον μεταπολεμικό κόσμο, οι ως άνω πρακτικές είχαν περιοριστεί. Οι μεγάλες δυνάμεις εξακολουθούσαν βεβαίως να συμπεριφέρονται με οπορτουνιστικό τρόπο και γνώμονα τα στρατηγικά τους συμφέροντα, αλλά φρόντιζαν –σε έναν βαθμό τουλάχιστον– να δικαιολογούν τις κινήσεις τους, ενδύοντάς τες με αφηγήματα ηθικής νομιμοποίησης ή επικαλούμενες (συνήθως βολικά και μονόπλευρα) τη διεθνή νομιμότητα. Η Ρωσία του Πούτιν και –πλέον– η Αμερική του Τραμπ δεν νιώθουν μια τέτοια ανάγκη.
Ο κόσμος εισήλθε σε μια νέα περίοδο όπου οι ισχυροί προχωρούν σε απροκάλυπτη επίδειξη της ισχύος τους και ο ανταγωνισμός επικεντρώνεται και πάλι σε εξοπλισμούς, οικονομική ισχύ και προνομιακή πρόσβαση σε πόρους – με τον έλεγχο της πληροφορίας και την τεχνητή νοημοσύνη να αναδεικνύονται σε καίριες παραμέτρους. Πρόκειται αναμφίβολα για ένα πισωγύρισμα που μπορεί να μας θλίβει ή να μας ανησυχεί, αλλά αν είσαι ιστορικός ή διεθνολόγος, καθόλου δεν σε εκπλήσσει.
Η Ευρώπη, τις τελευταίες ημέρες, βρίσκεται αντιμέτωπη με ένα reality check: συνειδητοποιεί ότι δεν κάθεται πλέον στο τραπέζι των ισχυρών (όπως -εσφαλμένα- θεωρούσε), αλλά αποτελεί αναλώσιμο και αδύναμο πιόνι στη σκακιέρα τους. Ξαφνικά, η αγωνία της καθίσταται υπαρξιακή, οι επιλογές της μοιάζουν περιορισμένες και η αυτοκριτική της αποδεικνύεται καθυστερημένη. Ο 21ος αιώνας δείχνει να μοιάζει πολύ περισσότερο με τον 19ο. Οι μεγάλες δυνάμεις κεφαλαιοποιούν ξανά με απροκάλυπτο τρόπο την ισχύ τους, διεκδικώντας πόρους και εδάφη – Ουκρανία, Γροιλανδία, Καναδά, Παναμά –, ενώ οι ορέξεις τους αναμένεται να γίνονται ολοένα και πιο αδηφάγες.
Όπως εύστοχα υπενθυμίζει ο Θουκυδίδης στον (πάντοτε επίκαιρο) Διάλογο μεταξύ Αθηναίων και Μηλίων, οι ισχυροί πράττουν ό,τι τους επιτρέπει η δύναμή τους και οι αδύναμοι υποχωρούν όσο τους επιβάλλει η αδυναμία τους. Η καμπάνα ηχεί ανησυχητικά και για εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου